We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Τα Π​α​ρ​α​μ​ύ​θ​ι​α

by Λουίζα Δολόξα

/
  • Streaming + Download

    Purchasable with gift card

     

1.
το Ευτυχές Γεγονός, μια ιστορία με Ηθικό Δίδαγμα --- ένας κύριος βουτύρωσε δυό φέτες για να φάει την μία την έκοψε στα δύο την άλλη την έκοψε στα τέσσερα έτσι είχε έξι φέτες: τέσσερις μικρές και δύο μεγαλούτσικες ένα στ'αλήθεια ευτυχές γεγονός
2.
η πιο αποτυχημένη καραμέλα του κόσμου --- Μια φορα κι εναν καιρο, ηταν η πιο αποτυχημενη καραμελα του κοσμου. Ειχε μια γευση τοσο αδιαφορη, τοσο ουδετερη που κανεις δεν την ηθελε. Δεν ειχε γευση γλυκια και πλουσια, σαν μια καραμελα κερασι. Ουτε ελαφρως ξινη και εντονη σαν μια καραμελα λεμονι. Δεν ειχε καν απαισια γευση σαν την καραμελα με γευση σαπουνι, που την διαλεγαν τα παιδια και την εδιναν στους καθηγητες τους, στα παιδια της πανω γειτονιας η στα ενοχλητικα μικρα αδερφακια τους. Η αποτυχημενη καραμελα στεκοταν για χρονια και χρονια στην Μεγαλη Γυαλα με τις Καραμελες, εκει οπου ολες οι γευσεις καραμελα εχουν τη θεση τους. Η πιο αποτυχημενη καραμελα του κοσμου ειχε παρατηρησει τις γειτονικες της καραμελες να ανατριχιαζουν απο καιρου εις καιρον, να λιωνουν κι υστερα να ξανασχηματιζονται, μονο που για λιγα λεπτα, ελαμπαν μ ενα περιεργο φως. Εμεις ως θνητα, σαρκινα πλασματα, θα μπορουσαμε να χαρακτηρισουμε την εμπειρια ως εφαμιλλη ενος σεξουαλικου οργασμου, η αποτυχημενη φιλη μας ομως, χαρη στη ζαχαρωδη λογικη της, ειχε καταληξει στο-σωστο- συμπερασμα, οτι αυτο το τρεμουλιασμα των γειτονισσων της λαμβανε χωρα καθε φορα που ενα παιδακι τις διαλεγε και τις καταπινε. Η πιο αποτυχημενη καραμελα του κοσμου, ποτε, ποτε στη ζωη της δεν ειχε βιωσει αυτη την ηδονικη αποσυνθεση. Χρονια και χρονια περιμενε υπομονετικα τη σειρα της, και που και που, αισθανοτανε ενα κτσιγλισματακι-ενα παιδι που ακομα δεν ειχε ανακαλυψει το αδιαφορο της γευσης της και την ειχε διαλεξει. Αυτες ηταν οι χειροτερες και οι καλυτερες στιγμες της ζωης της. Καημενη μου, αποτυχημενη καραμελα! Το τσιγκλισμα αρχιζε σιγα σιγα, και η καραμελα το υποδεχοταν παντα με στωικη αδιαφορια. Αφου ηξερε οτι στο τελος θα την παρατουσαν. Και το τσιγκλισμα συνεχιζοταν. Προσεχε! ελεγε η καραμελα στον εαυτο της, μην τρεφεις ασκοπες ελπιδες, ξερεις οτι κι αυτη τη φορα θα απογοητευτεις! Ομως το τσιγκλισμα συνεχιζοταν, και συνεχιζοταν.. Λες; ΛΕΣ; σκεφτοταν η καραμελα, ομως μεχρι να φτασει στο τελικο σιγμα του δευτερου "λες?" το τσιγκλισμα ειχε σταματησει, κι εκεινη εμενε απογοητευμενη, ανικανοποιητη, και μονη, μονη,μονη. Ωσπου μια μερα, οι υπολοιπες καραμελες βρηκαν στη θεση της μια μικρη κολλωδη λιμνουλα. Μονη της, μονη της, μονη της ειχε ανατριχιασει, και για μια φορα το εζησε, κι ας μην μπορεσε να ξανακαραμελωσει μετα. Εμεινε εκει για παντα, μια μικρη, στραφτραλιζουσα λιμνουλα αυταρκειας... Γιατι στη ζωη μιας καραμελας, τοσο αδιαφορης σαν αυτην, τα πραγματα ειναι, υπερβολικα κοινοτυπα, ολα η τιποτα
3.
στο νεκροταφείο των Καμπινέδων --- στο νεκροταφείο των Καμπινέδων η Κυρία Λαχούρη η Κυρία Πλάνο η κυριά Λακροκρός-Μπεσαμέλ πίνουνε τσάι γυμνές ντύνονται φεμινίστριες που έχουν ντυθεί για πλάκα Μαντόνα χορεύουνε γύρω απ΄όποια τυχαίνει να έχει τα μικρότερα βυζιά ερωτεύονται αχ άμα τις έβλεπαν οι άντρες τους! Στο νεκροταφείο των καμπινέδων το κάθε καραόκι νάητ είναι ένας σεμνός (σχετικά) επιτάφιος η Κυρία Λαχούρη θρηνεί κάτι για το οποίο είναι σχεδόν σίγουρη η κυρία Πλάνο τραγουδάει: εγώ πριν από χρόνια, όταν ακόμα ο καμπινές μου ζούσε για να του δείξω πόσο ήταν για μένα υπέροχος είχα φέρει στο σπίτι μια χρυσοψαρουλα μες στη γυαλα πρασινοματα και κοκκινομαλλα η κουρουλα μας, η κορουλα μας για πάντα κυοφορούμενη στην υγρή κοιλίτσα του γλυκού μας καμπινέ ώσπου μια μέρα μια τραγική μέρα η Κυρία Λακροκρός Μπεσαμέλ σκουπιζει τα υγρα της ματια με τα πουπουλάκια της και λεει σωπα σωπα. η Κυρία Πλάνο έχει στοιχειωδως πεθάνει μέχρι το επομενο σουαρε στο νεκροταφειο των καμπινεδων.
4.
ο κύριος που πίστευε πως ζούσε σε ένα αεροπλάνο --- Ήταν μια φορά ένας κύριος, που πίστευε ότι ζούσε όλη του τη ζωή σε ένα αεροπλάνο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τα παιδία του και τη γυναίκα του, πάντα με τα ίδια λόγια: «Κύριες και κύριοι, σας ομιλεί ο κυβερνήτης» Ακολουθούσε μια αναφορά για τον καιρό, και αφού τελείωνε, η γυναίκα του έπρεπε να ενδυθεί το σωσίβιο και να δείξει στους επιβάτες πώς να το φορέσουν κι αυτοί, χαμογελώντας ταυτόχρονα τόσο πλατιά που οι άκρες των χειλιών της ενώνονταν στο σβέρκο της. Ύστερα η οικογένεια έτρωγε το φαγητό της μέσα σε πλαστικούς δίσκους, οι οποίοι περιείχαν πλαστικά πιατάκια με πλαστικό φαγητό μέσα σε πλαστικά σακουλάκια. Τα παιδία καθόταν στις ειδικές μπροστινές θέσεις για τα παιδία. Η γυναίκα του σε μια καρέκλα κοντά στην πόρτα. Το κάπνισμα φυσικά απαγορευόταν Αυτός, ήταν πάντα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, γιατί από κείνη τη μεριά απ’ το παράθυρο φαινόταν μόνο ουρανός. Με τα χέρια τεντωμένα οδηγούσε το αεροπλάνο, πιλοτάριζε το αεροπλάνο, ήταν το αεροπλάνο. Και κάθε βράδυ, κάτω από τα χειροκροτήματα πληρώματος και επιβατών, προσγείωνε το αεροπλάνο, ασφαλές στον προορισμό του, που δεν τον ενδιέφερε. Κι ένα βράδυ η γυναίκα του, τρελαμένη από την έλλειψη νικοτίνης, τον έπνιξε με μια από τις μάσκες οξυγόνου που θα πέσουν πάνω από τις θέσεις σας σε περίπτωση αποσυμπιεσης του θαλάμου.
5.
ΤΑ ΧΑΧΑ-ΤΡΙΖΑΤ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ I. το παιδί στο σκαμνί, η γιαγιά στον πάγκο το παιδί στο σκαμνί, η γιαγιά στον πάγκο το παιδί στο σκαμνί: Χάχα-τριζατύ Χαχα-Τριζατώ, τώρα να μου μιλήσεις για όταν κλείνω τα μάτια. η γιαγιά στον πάγκο: Χάχα-τριζατύ Χάχα-Τριζατώ, τώρα να σου μιλήσω για όταν κλείνεις τα μάτια: όταν κλείνεις τα μάτια γίνεσαι μικρός και τοσοδούλης, σαν κόκκινο νυχτεριδάκι, και τόσο αλαφρύς που δεκαπέντε γιατροί σε κρατάν για να μη φύγεις. Άλλος κρατάει απ' το φτερό, άλλος από το πόδι, κι άλλος από την μικρή σου κόκκινη κοιλίτσα. Σαν χορτάσετε παιχνίδι τους χαρίζεις ένα κόκκινο νυχτεριδίσιο ουρλιαχτό και οι γιατροί φεύγουν ικανοποιημένοι τσουγκρίζοντας χαρούμενα τα στηθοσκόπιά τους. Μετά, μετά δεν ξέρω, αλλά ξέρω για πολύ πιο μετά, πολύ πιο μετά ανοίγεις τα μάτια. II. το παιδί στο σκαμνί, η γιαγιά στον πάγκο. το παιδί στο σκαμνί, η γιαγιά στον πάγκο. το παιδί στο σκαμνί: χάχατριζατή-χάχατριζατώ, τώρα να μου μιλήσεις για όταν πεθαίνω. η γιαγιά στον πάγκο: χάχατριζατή-χάχατριζατώ, τώρα να σου μιλήσω για όταν πεθαίνεις: όταν πεθαίνεις η σούπα σου αχνίζει και γυαλίζει το κουτάλι σου σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Τα μαλλάκια σου γυαλίζουν κι αυτά ακόμα και τα ματάκια σου είναι σφαλισμένα. Ένα πουλάκι γαλάζιο μπαίνει απ' το παράθυρο και σου ψιθυρίζει στ' αυτί στιχάκια διάφορα- άραγε τα ακούς; Να δεις πώς πήγαινε τούτο κει... όταν πεθαίνεις η γιαγιάκα κλαίει, μα λιγουλάκι μόνο, ανακατεύει τη σούπα και σε περιμένει μαζί με τη σούπα, το κουτάλι, και τα μαλλάκια σου που γυαλίζουν. III. το παιδί στο σκαμνί, η γιαγιά το παιδί στο , η γιαγιά στον πάγκο. το παιδί στο σκαμνί: χάχαΤριζατή-χάχαΤριζατώ, τώρα να μου πεις για όταν αγαπάω η γιαγιά στον πάγκο: χάχαΤριζατή-χάχαΤριζατώ, τώρα να σου πω για όταν αγαπάς: όταν αγαπάς είναι σαν να πεθαίνεις και να κλείνεις τα μάτια, είσαι νυχτεριδάκι κόκκινο μα τα μαλλάκια σου γυαλίζουνε ακόμα, οι γιατροί κάνουν μεγάλο σαματά χτυπώντας χάμω ρυθμικά τα πόδια τους, τουκ-ΤΟΥΚ τουκ-ΤΟΥΚ τουκ-ΤΟΥΚ τουκ-ΤΟΥΚ, αλλά δεν κάνουν καμμιά προσπάθεια να σε σταματήσουν καθώς εσύ πετάς απ' το παράθυρο μαζί με το γαλάζιο πουλάκι. Μετά, μετά δεν ξέρω, ξέρω όμως πολύ μετά: πολύ μετα γυρνάς στη γιαγιά, κάθε φορά λιγουλάκι πιο μεγάλος. IV. το παιδί στο σκαμνί, η γιαγιά στον πάγκο. το παιδί στο σκαμνί, η γιαγιά στον πάγκο. το παιδί στο σκαμνί: χάχα-τριζατή χάχα τριζατώ, τώρα να μου πεις- η γιαγιά στον πάγκο: χάχα-τριζατή χάχα τριζατίποτα.Τώρα φάει τη σούπα σου, φάει παιδάκι, αν δεν τη φας ξέρεις καλά πως το κουτάλι πάλι θα πάει να σου βγάλει τα μάτια. το παιδί στο σκαμνί: χάχατριζατή- η γιαγιά στον πάγκο: χάχατριζατίποτα.Αύριο πάλι. Το παιδί στο σκαμνί αρχίζει να τρώει τη σούπα του, και κοιτάει γλυκά τη γιαγιά. Η γιαγιά στον πάγκο χαμογελάει, φέρνει το δάχτυλο στα χείλη, και δείχνει προς την πόρτα
6.
το κοσμοπολίτικο πτώμα που ταξίδευε. --- Ήταν μια φορά ένα Κοσμοπολίτικο Πτώμα. Που ταξίδευε. Όλοι του λέγανε : “ Koσμοπολίτικο Πτώμα, δεν γίνεται να ταξιδεύεις. Δε γίνεται να είσαι Κοσμοπολίτικο. Αφού είσαι πτώμα.” Όμως αυτό απαντούσε: “Όχι. Γίνεται” “Mα Κοσμοπολίτικο Πτώμα”, ξανάλεγαν όλοι, “πως γίνεται να ταξιδεύεις; Πως γίνεται να είσαι Κοσμοπολίτικο; Αφού είσαι πτώμα” Το Κοσμοπολίτικο πτώμα γελούσε και ξανάλεγε: “Γίνεται.” Και ξαναγελούσε λίγο. Όπου και να πήγαινε, όλοι έβρισκαν το Κοσμοπολίτικο Πτώμα θανάσιμα γοητευτικό. Το καλούσαν στα καλύτερα σαλόνια. Έβρισκαν πως διηγιόταν πολύ νόστιμα, αν και οι κυρίες βιάζονταν να τελειώσει την διήγηση του για να τις σηκώσει να χορέψουν. Γιατί το Κοσμοπολίτικο Πτώμα χόρευε θαυμάσια, και τις κυρίες δεν τις ένοιαζε καθόλου αν σκάλωνε κανένα κομματάκι από τη Μύτη η το Χέρι του στα φορέματα τους. Το αντίθετο μάλιστα. Το έπαιρναν και το φυλούσαν μέσα σε μεταξωτά σακουλάκια αρωματισμένα με γιασεμί, και κάθε βράδυ το έβαζαν κάτω απ το μαξιλάρι τους κι αναστέναζαν γλυκά. Και δεν τις σταματούσε ούτε το ροχαλητό του κύριου στο διπλανό μαξιλάρι. Μάλιστα, όσο πιο δυνατό ήταν το ροχαλητό του ενός μαξιλαριού, τόσο πιο βαθιά αναστέναζε το άλλο. Μα και οι κύριοι εκτιμούσαν πολύ το Κοσμοπολίτικο Πτώμα. Οι νεότεροι έβρισκαν σε αυτό ένα πρότυπο, και οι γηραιότεροι μια γλυκιά ενθύμηση της νεοτητος των. Και μια μέρα, το Κοσμοπολίτικο Πτώμα εξαφανίστηκε! Στην αρχή κανείς δεν ανησύχησε. Είπαν ότι κάπου θα ταξιδεύει και θα κοσμοπολιτευεται. Όμως ο καιρός περνούσε, και κανείς δεν είχε νέα του. Ο κόσμος άρχισε να ανησυχεί. Και δεν μπορούσαν καν να κολακευσουν τον εαυτό τους λέγοντας ότι πέθανε! Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα ήταν ήδη πτώμα και δεν μπορούσε να πεθάνει. Απλώς τους είχε βαρεθεί. Οι κυρίες έκλαιγαν στα μαξιλάρια τους απαρηγόρητες, ενώ οι καμαριέρες προσπαθούσαν να τις συνεφέρουν με άλατα και ζεστά χαμαίμηλα. Οι κύριοι εσφιγγαν τα δόντια τους πίσω από τα περιποιημένα τους μουστάκια και αντάλλασσαν βαθειές ματιές απόγνωσης. Που πήγε; Ο κόσμος δεν άργησε βέβαια να βρει την διέξοδο απ’ αυτήν την κοινωνική κρίση. Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα είχε αναληφθεί εις τους ουρανούς, και θα επέστρεφε όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου! Ο καιρός περνούσε, και ο θρύλος του Μεσσία-Κοσμοπολίτικου Πτώματος όλο και μεγάλωνε. Στο τηλεμαρκετινγκ, κανείς δεν προσπαθούσε να πουλήσει φυλαχτά με κομματάκια Τιμίου Ξύλου. Κανείς δεν ασχολούταν με το ζήτημα γνησιότητας της Ιεράς Σινδονης. Τώρα πια, όλοι προσπαθούσαν μανιωδώς να αποκτήσουν ένα κομματάκι από τη Μύτη η το Χέρι του Κοσμοπολίτικου Πτώματος. Κι επειδή ήταν οι κυρίες που τα είχαν κρατήσει ως φυλαχτά, αυτό τις έφερε σε θέση ισχύος, και είχαμε μια αναβίωση της μητριαρχικής κοινωνίας. Προέκυψε κι ένα μεγάλο, πανανθρώπινο ντιμπεητ, για την κλωνοποιηση η μη του Κοσμοπολίτικου Πτώματος απ’ τα εν λόγω κομματάκια. Οι παγκόσμιες συρράξεις αποφεύχθησαν την τελευταία στιγμή, όταν μια κυρία ισχυρίστηκε ότι είδε Όραμα με το Κοσμοπολίτικο Πτώμα, το οποίο της παράγγελνε να πει στους ανθρώπους να σταματήσουν αμέσως τις εχθροπραξίες και να χορέψουν όλοι χαλι-γκαλι γιατί αυτό ήταν το θέλημα Του. Καθώς αυτή η κυρία είχε στην κατοχή της το μεγαλύτερο κομματάκι από τη Μύτη του, ο λόγος της θεωρήθηκε εγγύηση, και η κασέτα της Φίνος Φιλμ με τη Βουγιουκλάκη να άδει και να χορεύει: «Μοντέρνος, ζωηρός, αληθινός χορός, ελάτε πάλι στο χαλι-γκαλι» εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού από την αγορά. Και το Κοσμοπολίτικο Πτώμα; Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα παρακολουθούσε ικανοποιημένο τις εξελίξεις. Έβγαινε πια μόνο το βράδυ(με κίνδυνο να θεωρηθεί βαμπίρ, αλλά προσοχή! Δεν ήταν βαμπίρ, ήταν Πτώμα), για να διαβάσει τι λέγαν η εφημερίδες γι’ αυτό. Και ο καιρός περνούσε, και ο θρύλος του Κοσμοπολίτικου Πτώματος όλο και μεγάλωνε. Είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου, η στιγμή προς την οποία είχε πλάσει τα σχέδια του το Κοσμοπολίτικο Πτώμα. Το Κοσμοπολίτικο Πτώμα μπορούσε να ξανακάνει την εμφάνιση του, και να αναλάβει τη θέση του Παγκόσμιου Ηγέτη. Αλλά τελικά βαρέθηκε, και προτίμησε να πάρει έναν υπνάκο. ΖΖΖζζζζζζΖΖΖΖ
7.
ο ποπώνος --- Στον παιδικό σταθμό, την ώρα του γλυκού, η δασκάλα έλεγε πάντα: "Απ΄όλα τα παιδάκια, η Λίζα θα γίνει το πιο ευτυχισμένο." Ο Ποπώνος είναι ένα απορημένο πλάσμα, που αποτελείται από δύο τέλεια σχηματισμένα κωλομέρια και ένα ορθάνοιχτο στόμα. Τριγυρνάει στον κόσμο και φωλιάζει στα στομάχια των ανθρώπων, κι όταν βολευτεί, αρχίζει να αναρωτιέται. Γιατί; Και τότε οι άνθρωποι θυμούνται. Σπασμένες κούκλες και ανοιγμένια κεφάλια, χαμένοι εραστές και αηδιαστικά ζευγαρώματα έρχονται στην επιφάνεια. Μπορεί να συνέβησαν χθες, πέρσι ή του χρόνου. 'Ομως οι άνθρωποι μπερδέυουν το χρόνο με τα γεγονότα και, καθώς ο ποπώνος τους σφίγγει το στομάχι ανακατεύοντας το μεσημεριανό τους φαγητό με την καρδούλα τους τους, θα γυρίσουν στη μαμά και θα πουν, πονάω μαμά, χτύπησα. Κι η μαμά θα πει:ναι. Εγώ λίγο δεν πρέπει να 'μαι άνθρωπος, γιατί, να, λίγο γελάω όταν ο πωπόνος φωλιάζει σε κάποιον γύρω μου, και, να, χαίρομαι όταν βλέπω κεφάλια και γόνατα ν' ανοίγουν και τους ανθρώπους να συνεχίζουνε να περπατάνε σαν να μη συνέβη τίποτα. Και να, δεν μπορώ να μην χαίρομαι που εγώ ξέρω τον πωπόνο, που έχουμε κοιμηθεί αγκαλιά σαν παιδάκι με το αρκουδάκι του. Είναι καλό που υπάρχει ο πωπόνος, γιατι ο πόνος είναι πολυ χειρότερος, και είναι και ψέμα-τα ψέματα είναι κακό πράγμα όμως; κι όταν πονάω, φτου! το 'φτυσα. Κοίτα μαμά!Χωρίς δόντια! Μια μέρα ο ποπώνος, σηκώθηκε, τιχάχτηκε, και μια και δυό, πήγε και στρογγυλοκάθησε στο στομάχι της Λίζας. Εκείνη την μέρα η Λίζα δεν πήγε στον παιδικό σταθμό. Φοβόταν την ώρα του γλυκού και ντρεπόταν τη δασκάλα
8.
αρκούδι να σου πω --- Aρκούδι, αρκούδι, θα σου πω μια ιστορία. Μια φορά κι εναν καιρό, η γυμνή κοπελίτσα στον πίνακα πάνω απο το γραφείο έσκυψε και ψιθύρισε στο καπέλο που κρέμοταν λίγο πιο πέρα: "Σε βρίσκω εξαίσια πράσινο. Θέλεις να σου χορεψω και να κάνω σκιές στον απέναντι τοίχο;" Το καπέλο ξαφνικά , και για πρώτη φορα, ντράπηκε για το σκισμένο του βέλο, για τη φόδρα του που του φαινοταν ξεθωριασμένη. "Όχι, ευχαριστώ", απαντησε και κρύφτηκε οσο μπορούσε, ακόμα περισσότερο πίσω απο το βέλο με τις πολλές πολλές τρυπούλες, και τα δυο τρία μεγάλα σκισίματα. Η γυμνή κοπελίτσα αναστέναξε, κι απο ροζ εγινε αχνοκίτρινη. Ακριβώς απέναντί της, ο Τοίχος πήρε ενα χρώμα το ίδιο όμορφο και ροδαλό μ' αυτό που είχε εκείνη πριν. Ο καημένος ο Τοίχος ήταν τόσο βαρύς και άγαρμπος που πια πίστευε εντελώς οτι δεν μπορεί ν' αγαπήσει, αλλα λυπόταν κι έκλαιγε με δάκρυα απο νερομπογιές, κάθε φορά που έβλεπε κάποιον άλλον να πονάει απο αγάπη. Μετά του περνούσε. Η κοπελίτσα, ξανακουλουριάστηκε στο κάδρο της κι απόμεινε να κοιτάζει τα κίτρινα δαχτυλακια της με φοντο το ροδαλό σημείο του Τοίχου. Έτσι αποκοιμήθηκε. Ήταν όμορφο εκείνο το θέαμα, καθώς τα μικροσκοπικά της μέλη, σιγά σιγά, καθώς ονειρεύοταν, ξαναγυρνούσαν στο ροζ,μέχρι που πια, ήταν εντελώς σαν κομμάτι από ηλιοβασίλεμα ξανά. Κι ο Τοιχος ξεχάστηκε, και ξαναγύρισε να κοιτάει μπροστά του και να μαντεύει το κενό πέρα απο τ' αδέρφια του. Και το καπέλο κοιτούσε, όλο κοιτούσε, πίσω απο το βέλο του με τις πολλές πολλές τρυπούλες και τα δύο τρία μεγάλα σκισίματα. Τέλος ειμαι εγω μια μικρη πουπε που ειμαι μαθημενη στα καταλευκα σεντονια ειμαι εγω μια μικρη πουπε που ειμαι μαθημενη στα βελουδινα σαλονια απο δω εχς ενα κουμπι που αμα το πατησεις κανω ετσι το ματακι κι απο δω εχω ενα κουμπι που αμα το πατησεις
9.
η πουπέ --- ειμαι εγω μια μικρη πουπε που ειμαι μαθημενη στα καταλευκα σεντονια ειμαι εγω μια μικρη πουπε που ειμαι μαθημενη στα βελουδινα σαλονια απο δω εχς ενα κουμπι που αμα το πατησεις κανω ετσι το ματακι κι απο δω εχω ενα κουμπι που αμα το πατησεις
10.
ραλέ ή αλλιώς ο επιθανάτιος ρόγχος --- Σκηνικό: Μια όμορφη ευρύχωρη κουζίνα. Οι κλαρωτές κουρτίνες στο παράθυρο είναι τραβηγμένες και επιτρέπουν στον ήλιο να λούζει τους τοίχους, τον πάγκο, τα ντουλάπια, την εστία, το ψυγείο. Το ντουλαπάκι κάτω από το νεροχύτη είναι κλειστό, κι έτσι ο ήλιος δεν φωτίζει τους σωλήνες, τα απορρυπαντικά και τις κατσαρίδες που χουζουρεύουν περιμένοντας να πέσει το σκοτάδι Όρθια μπροστά στον πάγκο η μανούλα τεμαχίζει με ένα κοφτερό μαχαίρι ένα αγγουράκι. Το μαχαίρι μετακινείται σχεδόν αυτόματα πάνω στο Αγγουράκι διαμελίζοντας το σε τέλειες ροδέλες ίσου πάχους. Απέναντι από τον πάγκο της κουζίνας βρίσκεται το τραπέζι, όπου είναι καθισμένο το αγοράκι. Νερομπογιές είναι απλωμένες στο Τραπέζι και το Αγοράκι ζωγραφίζει με αυτές ο,τι βλέπει μπροστά του. Έχει ζωγραφίσει τις κουρτίνες, τους άσπρους Τοίχους, τα ντουλάπια, την εστία το ψυγείο, αλλά όχι και τις Κατσαρίδες. Το Ντουλαπάκι Κάτω Απ Το Νεροχύτη, είναι κλειστό, και δεν τις βλέπει Το Μαχαίρι, υπό την επιδέξια καθοδήγηση της Μανούλας, συνεχίζει την πορεία του πάνω στο Αγγουράκι. Το Αγγουράκι έχει τελειώσει, κι έτσι το μαχαίρι συνεχίζει, τεμαχίζοντας τα δαχτυλάκια της Μανούλας σε τέλειες ροδέλες ίσου πάχους. Το Αγουρακι (συγγνώμη ήθελα να πω ΑΓΟρακι) ζωγραφίζει. έχει ήδη αποφασίσει ότι δεν τον ενδιαφέρει η απεικόνιση έμβιων όντων. Είναι της νατυρ μορτ σχολής. έτσι από τη ζωγραφιά του λείπει η Μανούλα, έχουν όμως περίοπτη θέση το Μαχαίρι και το Αγγορακι(συγγνώμη, ήθελα να πω Αγγουράκι), και το Αγοράκι τώρα έχει αρχίσει να ζωγραφίζει τις τέλειες ροδέλες ίσου πάχους που ήταν πριν τα δαχτυλάκια της Μανούλας. Δεν ζωγραφίζει ακόμα καλά(κι ούτε πρόκειται αλλά μη του το πείτε), κι έτσι τα δαχτυλάκια στην ακουαρέλα δεν είναι παρά καφεκοκκινοι λεκέδες. Η Μανούλα περνάει τη ματωμένη α-δαχτυλη παλάμη της μέσα από τα μαλλιά της. Τα σημεία απ όπου πέρασε η αδάχτυλος παλάμη βάφονται κατακόκκινα. «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι επιτέλους έγινα μια φυσική κοκκινομάλλα!» λέει η Μανούλα και γελάει. Το γέλιο της αντηχεί στους άσπρους Τοίχους, στα ντουλάπια, στην εστία, στο ψυγείο, διαπερνάει το Ντουλαπάκι Κάτω Από Το Νεροχύτη και ενοχλεί τις Κατσαρίδες στο χουζούρεμα τους. Το Αγοράκι έχει ζωγραφίσει τα πάντα μέσα στην Κουζίνα, όμως η ακουαρέλα του του φαίνεται ακόμα πολύ άδεια. Γι αυτό ξαπλώνει τη Μανούλα που ακόμα γελάει στον πάγκο, και με την ευγενική συνδρομή του Μαχαιριού την τεμαχίζει σε τέλειες ροδέλες ίσου πάχους. Ικανοποιημένο, τελειώνει στα γρήγορα τη Ζωγραφιά του. Με το που βάζει την τελευταία πινελιά, πετάγεται πάνω εκστασιασμένο και αρχίζει να τραγουδάει ένα τραγούδι με στίχους που βγάζει εκείνη τη στιγμή απ το μυαλό του Râler! Râler ! Râler ! Ηρθεν η ώρα σου καλέ! Râler! Râler ! Râler ! Ο επιθανάτιος σου ρόγχος Râler! Râler ! Râler ! Και αντηχεί στον ντενεκέ Ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς σου Râler! Râler ! Râler ! Σε σκότωσα εγώ, καλέ! Ο υιός σου ο μονάκριβος και ο μονογενής Râler! Râler ! Râler ! Κι οι Κατσαρίδες θα τραφούν καλέ,(râlerrâler) Απ τον αντίλαλο της τελευταίας σου κραυγής, Τέλος ΥΓ Οι Κατσαρίδες από τότε και στο εξής αγαπούσαν πολύ το Αγοράκι. Και ζήσανε αυτοί καλλιτεχνικά, κι εμείς καλλιτεχνικοτερα. *râler [ρα-λε] : αγνώστου ρίζας. Το εκπνειν τον επιθανάτιον ρόγχον
11.
Στη Χώρα με τα Τέσσερα Τετράγωνα Φεγγάρια --- Στη Χώρα με τα Τέσσερα Τετράγωνα Φεγγάρια, το φθινόπωρο είναι λιγάκι αλλιώτικο. Στους δρόμους χορεύουν ανθισμένα μωβ δέντρα, κι όλα τα σπίτια απαραιτήτως κρεμούν κουρτίνες καρό, και ποτέ κλαρωτές το φθινόπωρο. Κάθε απόγευμα, στις πέντε, ο καφές είναι έτοιμος, και μπορείς πάντα να καταλάβεις ποιός πέρασε τη μέρα του όμορφα και ποιός όχι, γιατί όσα παιδιά μαλώσαν στο σχολείο, ή όσοι μεγάλοι έχουν "προβλήματα", στέκονται δίπλα στα παράθυρά τους με τις καρό κουρτίνες ανοιχτές, και βλέπουν. Κάθε απόγευμα στις πέντε στην Χώρα με τα Τέσσερα Τετράγωνα Φεγγάρια, όταν ο καφές είναι έτοιμος, στους δρόμους συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα σαν αυτά που θα ονειρευτείτε απόψε, αφού τελειώσετε τούτη την ιστορία. Κάποιοι λένε πως εμφανίζεται το ίδιο το Φθινόπωρο και προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους παρατηρητές με τα πάντα αποτυχημένα ταχυδακτυλουργικά του. Και πως γελάει τόσο δυνατά και καλόκαρδα κάθε φορά που του πέφτουν κουνέλια από το καπέλο , που κανείς δεν μπορεί να μη γελάσει παρέα του. Κάποιοι λένε πως τα πετραδάκια στο δρόμο μπροστά από κάθε παράθυρο σχηματίζουν λέξεις, όπως "ζαχαρωτό" και "σύννεφο" και ό,τι όμορφο μπορεί να βάλει ο νους, και πως λίγο πριν πέσει το σκοτάδι σχηματίζουν μια πρόταση, διαφορετική για τον καθένα.Και πως κανείς δεν μπορεί να τη διαβάσει και να μην θυμηθεί ότι κάποιος τον αγαπάει . Κάποιοι λένε πως τα μαβιά δέντρα σταματούν να χορεύουν. Πως στέκονται ακίνητα και αρχίζουν να τραγουδούν για θάλασσες που ποτέ δεν είδαν, για πορσελάνινα φλυτζάνια με ζωγραφιές που κάθε μέρα αλλάζουν για δάση που σε κάθε ξέφωτο κρύβουν κι από ένα παιδικό παραμύθι. Κι όλοι λένε πως τα δέντρα τραγουδούν τόσο όμορφα, που κανείς δεν μπορεί να τ'ακούσει και να μείνει λυπημένος. όσες έχουν περάσει μια όμορφη μέρα, απο σεβασμό στις άλλες, κλείνουν σφιχτά τις καρό κουρτίνες και πίνουν τον καφέ τους ήσυχα. Κι όταν νυχτώσει, καμιά στην Χώρα με τα Τέσσερα Τετράγωνα Φεγγάρια δεν πέφτει για ύπνο χωρίς να θελήσει να πει "σ'αγαπώ" στη μαμά, στην αγαπημένη ή στο φούρνο μικροκυμάτων Κάποιες λένε-αλλά μόνο ψιθυριστά, και μόνο σαν έχει περάσει το φθινόπωρο, πως αν κάποια είναι πολύ πολύ λυπημένη, και έρθει η νύχτα κι ακόμα τ’ρχεται να κλάψει, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στον δρόμο, και δεν ξαναγυρνά σπίτι τεν, παρά μόνο σαν περάσουν τρία χρόνια, και πάντα γυρνά μ'ένα χαμόγελο πονηρό και ευχαριστημένο που δεν φεύγει ποτέ. Μια φορά άκουσα μια κυρία να ισχυρίζεται πως σε ένα μωβ δέντρο αναγνώρισε τον άτσαλο και αξιαγάπητο τρόπο με τον οποίο η κοπέλα της χόρευε φοξ τροτ-η κοπέλα της , μια νεαρή με όμορφα λυπημένα μάτια, είχε πριν λίγο καιρό ανοίξει την πόρτα το βράδυ κι είχε βγει έξω... Κι αν θέλετε να μάθετε κάτι ακόμα γιαυτή την όμορφη και παράξενη χώρα, τα φεγγάρια της δεν μοιάζουν καθόλου με τυρί! Κανένα από τέσσερα!

credits

released December 7, 2016

Lyrics and Spoken Word by Louisa Doloksa
Musical Arrangement and Soundscaping by Filtig and Nanah Palm

track 8: extract from Alexander Borodin’s String Quartet no 1, pt II

Special thanks to Vassilis Triou for the artwork and Filitsa for tsirleading
Dedicated to Nana Palidou and Alexis

license

tags

If you like Τα Παραμύθια, you may also like: